προεδρεύω

προεδρεύω
ΝΜΑ [πρόεδρος]
είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία
2. μέσ. προεδρεύομαι
έχω ως πρόεδρο
3. φρ. «προεδρευόμενη δημοκρατία» — μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος στην οποία ανώτατος άρχοντας είναι ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται συνήθως από το κοινοβούλιο
μσν.-αρχ.
είμαι επίσκοπος, εκτελώ καθήκοντα επισκόπου («μύρῳ θείῳ σε ἔχρισε θεία χάρις τοῡ Πνεύματος, μύρων προεδεύσαντα», Μηναί)
αρχ.
1. έχω το δικαίωμα ή το προνόμιο τής προεδρίας
2. κάθομαι στην πρώτη σειρά εδρών τού θεάτρου («ἐοίκασιν, ὦ Ζεῡ, oἱ βαρβαρικοὶ προεδρεύσειν μόνοι», Λουκαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεδρεύω — to be pres subj act 1st sg προεδρεύω to be pres ind act 1st sg προεδρεύω , προεδρεύω to be pres subj act 1st sg προεδρεύω , προεδρεύω to be pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεύω — προεδρεύω, προέδρευσα και προήδρευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: προεδρεύω : απαντάται η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο προεδρεύων) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεδρεύετε — προεδρεύω to be pres imperat act 2nd pl προεδρεύω to be pres ind act 2nd pl προεδρεύετε , προεδρεύω to be pres imperat act 2nd pl προεδρεύετε , προεδρεύω to be pres ind act 2nd pl προεδρεύω to be imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) προεδρεύετε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεύσει — προεδρεύω to be aor subj act 3rd sg (epic) προεδρεύω to be fut ind mid 2nd sg προεδρεύω to be fut ind act 3rd sg προεδρεύσει , προεδρεύω to be aor subj act 3rd sg (epic) προεδρεύσει , προεδρεύω to be fut ind mid 2nd sg προεδρεύσει , προεδρεύω to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεύσουσιν — προεδρεύω to be aor subj act 3rd pl (epic) προεδρεύω to be fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεδρεύω to be fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προεδρεύσουσιν , προεδρεύω to be aor subj act 3rd pl (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεύσω — προεδρεύω to be aor subj act 1st sg προεδρεύω to be fut ind act 1st sg προεδρεύσω , προεδρεύω to be aor subj act 1st sg προεδρεύσω , προεδρεύω to be fut ind act 1st sg προεδρεύω to be aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προεδρεύσω , προεδρεύω to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεύῃ — προεδρεύω to be pres subj mp 2nd sg προεδρεύω to be pres ind mp 2nd sg προεδρεύω to be pres subj act 3rd sg προεδρεύῃ , προεδρεύω to be pres subj mp 2nd sg προεδρεύῃ , προεδρεύω to be pres ind mp 2nd sg προεδρεύῃ , προεδρεύω to be pres subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρευσάντων — προεδρεύω to be aor part act masc/neut gen pl προεδρεύω to be aor imperat act 3rd pl προεδρευσάντων , προεδρεύω to be aor part act masc/neut gen pl προεδρευσάντων , προεδρεύω to be aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρευόντων — προεδρεύω to be pres part act masc/neut gen pl προεδρεύω to be pres imperat act 3rd pl προεδρευόντων , προεδρεύω to be pres part act masc/neut gen pl προεδρευόντων , προεδρεύω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεδρεῦον — προεδρεύω to be pres part act masc voc sg προεδρεύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg προεδρεῦον , προεδρεύω to be pres part act masc voc sg προεδρεῦον , προεδρεύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”